- οικοκυρικός,'
- η , ό[ν] относящийся к дому, семье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οικοκυρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νοικοκύρη ή στη νοικοκυρά, ιδίως ο σχετικός με τις ασχολίες τής νοικοκυράς («οικοκυρική σχολή») 2. το θηλ. ως ουσ. η οικοκυρική οι γνώσεις που πρέπει να έχει η νοικοκυρά για τη διεύθυνση και τη… … Dictionary of Greek